αιματοφοβία
Смотреть что такое "αιματοφοβία" в других словарях:
αιματοφοβία — η παθολογικός φόβος που έχει κάποιος στη θέα τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < hemophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < hemo (< αίμα) + phobia (< λατ. phobia < ελλ. φόβος] … Dictionary of Greek
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
αιμοφοβία — η η αιματοφοβία* … Dictionary of Greek