αιματοφοβία

αιματοφοβία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αιματοφοβία" в других словарях:

  • αιματοφοβία — η παθολογικός φόβος που έχει κάποιος στη θέα τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < hemophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < hemo (< αίμα) + phobia (< λατ. phobia < ελλ. φόβος] …   Dictionary of Greek

  • -φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • αιμοφοβία — η η αιματοφοβία* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»